Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμητός — ο (Α ἀμητός) [ἀμῶ] 1. συγκομιδή καρπών από τον θερισμό 2. ο θεριζόμενος καρπός νεοελλ. 1. κάθε συγκομιδή 2. αποκόμιση πνευματικών αγαθών … Dictionary of Greek
αμητύς — ἀμητὺς ( ύος), η (Α) [ἀμῶ] ο θεριζόμενος καρπός … Dictionary of Greek